Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενεχυροδανειστήριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενεχυροδανειστήριο το [enexiroδanistírio] Ο40 : ίδρυμα που χορηγεί δάνεια τα οποία ασφαλίζονται με ενέχυρο: Δημόσιο ~.

[λόγ. ενέχυρ(ον) -ο- + δανειστήριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες