Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενεχυρίαση η [enexiríasi] Ο33 : παράδοση πράγματος ως ενέχυρου σε δανειστή.
[λόγ. < ελνστ. ἐνεχυρία(σις) `λήψη ενέχυρου΄ -ση κατά την αλλ. της σημ. του ενεχυριάζω]