Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ενετικός, επίθ.
-
- Βενετικός:
- (Σταφ., Ιατροσ. 13365).
[μτγν. επίθ. ενετικός (Steph., λ. Ενετίς). Πβ. βενέτικος (I). Η λ. και σήμ.]
- Βενετικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενετικός -ή -ό [enetikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στους Ενετούς ή στη Bενετία (συνήθ. όταν αναφερόμαστε στην περίοδο της Δημοκρατίας της Bενετίας)· (πρβ. βενετικός, βενετσιάνικος): Ενετικά κράτη. Ενετικό κάστρο. || (παρωχ.) ~ φανός, χάρτινο (διακοσμητικό) φαναράκι, κινέζικο φαναράκι. Ενετική βραδιά, φαντασμαγορική εκδήλωση με ανάλογη διακόσμηση.
[λόγ. < ελνστ. ῾Ενετικός < ελνστ. πληθ. ῾Ενετ(οί) (λαός της Aδριατικής) -ικός]