Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενεστώτας ο [enestótas] Ο2 : (γραμμ.) χρόνος του ρήματος που φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα γίνεται στο παρόν ή συνεχώς ή με επανάληψη: Ενεργητικός / παθητικός / επαναληπτικός / γνωμικός / βουλητικός / ιστορικός ~. Kαταλήξεις / θέμα / τύποι ενεστώτα.
[λόγ. < ελνστ. ἐνεστώς, αιτ. -ῶτα]