Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενεργώ [enerγó] -ούμαι Ρ10.9 αόρ. ενήργησα, απαρέμφ. ενεργήσει : 1. πραγματοποιώ ορισμένη ενέργεια, προσπάθεια για να επιτύχω ορισμένο αποτέλεσμα: ~ για να γίνει η απόσπασή μου. Tου ζήτησε να ενεργήσει για το διορισμό της. 2. καταβάλλω προσπάθεια για να ολοκληρώσω ένα έργο σύμφωνα με ορισμένες εντολές, οδηγίες: ~ ανάκριση, κάνω ανάκριση. || ~ τα δέοντα. Ενήργησε δικαστικώς. Ενήργησε κατ΄ εντολή άλλων. 3. έχω ισχύ, κύρος: H απόφαση του δικαστηρίου ενεργεί αναδρομικά. 4. (για φάρμακο, ουσία κτλ.) φέρνω αποτέλεσμα: Ευτυχώς άρχισε να ενεργεί το παυσίπονο. 5. (παθ.) αφοδεύω: Ενεργήθηκε ύστερα από τρεις μέρες.
[λόγ.: 1-3: αρχ. ἐνεργῶ· 4: ελνστ. σημ.· 5: με βάση την ελνστ. φρ. ἐνεργεῖ τό φάρμακον `έχει δραστηριότητα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ενεργώ· ’νεργώ.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) Θέτω σε εφαρμογή, εκτελώ, πραγματοποιώ κ.:
- ενεργών ταχέως παν ό εβούλετο (Ιστ. πολιτ. 5016)·
- φρ. ενεργώ λόγον = λέγω, μιλώ:
- (Γεωργηλ., Βελ. Λ 204).
- 2) Προκαλώ, προξενώ:
- Μία ρομφαία δυνατή, … άμετρον πόνον ενεργά (Διακρούσ., Πένθος 98).
- 3) (Προκ. για επάγγελμα) εξασκώ:
- (Σαχλ., Αφήγ. 276).
- 1) Θέτω σε εφαρμογή, εκτελώ, πραγματοποιώ κ.:
- Β´ (Αμτβ.) ενεργώ, δρω·
- α) επενεργώ:
- εκεί ενεργεί καθημερινόν η χάρις της Παρθένου Μαρίας (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 409)·
- β) εργάζομαι:
- Μην κάθεσαι αργός …, ενέργα ή με το κορμί ή με την ορδινιά σου (Δεφ., Λόγ. 206).
- α) επενεργώ:
[αρχ. ενεργέω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ Μτβ.