Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενδότερος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδότερος -η -ο [enδóteros] Ε5 : που βρίσκεται σε ένα βαθύτερο σημείο ενός εσωτερικού χώρου (πραγματικού ή νοητού)· (πρβ. ενδότατος): Ενδότερή του επιθυμία ήταν να φύγει, βαθύτερη επιθυμία του. Aυτή μόνο γνώριζε τις ενδότερες επιθυμίες / σκέψεις του· (πρβ. ενδόμυχος). Οι ενδότερες περιοχές της Aσίας. || (ως ουσ.) τα ενδότερα, για τόπο που βρίσκεται σε ένα βαθύτερο σημείο ενός εσωτερικού χώρου, συνήθ. ειρωνικά: Προχωρήστε στα ενδότερα. (επιρρ. έκφρ.) στα ενδότερα, στα βάθη, στα κατάβαθα: Tι κρύβουμε στα ενδότερα της ψυχής μας και εμείς οι ίδιοι καλά καλά δεν ξέρουμε.

[λόγ. < μσν. ενδότερος < ελνστ. *ἐνδότερος (πρβ. ελνστ. επίρρ. ἐνδοτέρω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες