Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενδοσκοπικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδοσκοπικός -ή -ό [enδoskopikós] Ε1 : που γίνεται με ενδοσκόπηση ή προέρχεται από ενδοσκόπηση. α. (ιατρ.): Ενδοσκοπική εξέταση. Ενδοσκοπικά ευρήματα. H ενδοσκοπική εικόνα έδειξε εκτεταμένες βλάβες. β. (ψυχ.): Ενδοσκοπική ψυχολογία, υποκειμενική. Ενδοσκοπική μέθοδος. ενδοσκοπικώς ΕΠIΡΡ με ενδοσκόπηση: H διάγνωση επιβεβαιώνεται ~.

[λόγ. < γαλλ. endoscopique < endoscop(e) = ενδοσκόπ(ιον) -ique = -ικός· λόγ. ενδοσκοπικ(ός) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες