Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενδοκυτταρικός -ή -ό [enδokitarikós] Ε1 : (βιολ., ιατρ.) που βρίσκεται ή συντελείται στο εσωτερικό των κυττάρων. ANT εξωκυτταρικός. Ενδοκυτταρικό υγρό. Ενδοκυτταρική πέψη.
[λόγ. ενδο- + κυτταρικός μτφρδ. διεθ. endo- = ενδο- + cellular = κυτταρικός]