Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενδοκοινοτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδοκοινοτικός -ή -ό [enδokinotikós] Ε1 : που αφορά (μόνο) τις σχέσεις μεταξύ των μελών μιας κοινότητας: Ενδοκοινοτικές διαφορές / διενέξεις / συμφωνίες / συνομιλίες. || που αφορά τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[λόγ. ενδο- + κοινοτικός μτφρδ. γαλλ. intercommunautaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες