Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενδοκάρπιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδοκάρπιο το [enδokárpio] Ο40 : (βοτ.) μεμβράνη που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια του περικαρπίου.

[λόγ. < γαλλ. endocarpe < endo- = ενδο- + αρχ. καρπ(ός) -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες