Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενδοιασμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδοιασμός ο [enδiazmós] Ο17 : δισταγμός, αμφιβολία σχετικά με τη λήψη κάποιας απόφασης: Aπάντησε αμέσως χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Δέχτηκε με / χωρίς ενδοιασμούς. Aρχικά είχα κάποιους ενδοιασμούς, αλλά στο τέλος πείστηκα να συμφωνήσω.

[λόγ. < ελνστ. ἐνδοιασμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες