Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενδοιασμός ο [enδiazmós] Ο17 : δισταγμός, αμφιβολία σχετικά με τη λήψη κάποιας απόφασης: Aπάντησε αμέσως χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Δέχτηκε με / χωρίς ενδοιασμούς. Aρχικά είχα κάποιους ενδοιασμούς, αλλά στο τέλος πείστηκα να συμφωνήσω.
[λόγ. < ελνστ. ἐνδοιασμός]