Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενδογενής -ής -ές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδογενής -ής -ές [enδojenís] Ε10 : που γεννιέται, δημιουργείται ή προκαλείται από εσωτερικούς παράγοντες: Ενδογενείς δυσχέρειες. Ενδογενείς παράγοντες / αιτίες. ενδογενώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐνδογενής `γεννημένος στο σπίτι΄ σημδ. γαλλ. endogène ή αγγλ. endogenous < endo- = ενδο- + -gène, -genous = -γενής· λόγ. ενδογεν(ής) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες