Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενδογαμία η [enδoγamía] Ο25 : (κοινων.) συνήθεια ή παράδοση που επιβάλλει τη σύναψη γάμου μεταξύ ατόμων της ίδιας κοινωνικής ομάδας (φυλής, κοινωνικής τάξης, γενεάς, οικογένειας κτλ.). ANT εξωγαμία.
[λόγ. < γαλλ. endogam(ie) ή αγγλ. endogam(y) < endo- = ενδο- + αρχ. γάμ(ος) -ία]