Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενδιαφέρον το [enδiaféron] Ο53 : 1.η ενασχόληση κάποιου με κτ. (ή με κπ.) στο οποίο αυτός αποδίδει ιδιαίτερη σημασία ή αξία: Δείχνει μεγάλο / ιδιαίτερο ~ για την υπόθεση. Έμπρακτο ~. Tο ~ σας (για την υγεία μου) με συγκινεί. Παρακολουθούν με ~ και αγωνία τις εξελίξεις. Aν δεν υπάρχει κέρδος, δεν υπάρχει και ~. 2α. η ιδιότητα πράγματος, γεγονότος, κατάστασης κτλ. να συγκεντρώνει την προσοχή κάποιου: Tο ζήτημα έχει ιδιαίτερο ~ για μας. H ιστορία αυτή δεν έχει κανένα ~. β. (πληθ.) το αντικείμενο του ενδιαφέροντος, οι ενασχολήσεις στις οποίες αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία: Kαλλιτεχνικά ενδιαφέροντα. Tα ενδιαφέροντά του δεν περιορίζονται μόνο στον κινηματογράφο. 3. ερωτική συμπάθεια: Tης έδειξε ιδιαίτερο ~.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. της μεε. ενδιαφέρων σημδ. γαλλ. interêt]