Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενδεχόμενος -η -ο [enδexómenos] Ε5 : 1.που ενδέχεται, που είναι πιθανό να συμβεί· πιθανός: Φοβούνται μια ενδεχόμενη ήττα. Ποια είναι τα ενδεχόμενα αποτελέσματα;, τα πιθανά. Είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε όχι μόνο τις ενδεχόμενες αλλά και τις απρόβλεπτες δυσκολίες. Ενδεχόμενη άρνησή σας θα προκαλέσει δυσαρέσκεια. 2. (ως ουσ.) το ενδεχόμενο, για ό,τι είναι ενδεχόμενο, πιθανό να συμβεί: Εξέτασαν με προσοχή όλα τα ενδεχόμενα, τις πιθανότητες. || (με γεν.): Φοβάμαι / αντιμετωπίζω το ενδεχόμενο (μιας / της) αποτυχίας, την πιθανότητα μιας αποτυχίας ή (την) αποτυχία που είναι πιθανή. || Είναι / υπάρχει ενδεχόμενο να, ενδέχεται να. (έκφρ.) για κάθε ενδεχόμενο / διά παν ενδεχόμενο, για κάθε πιθανή περίσταση· ΣYN ΦΡ καλού κακού.
ενδεχομένως* ΕΠIΡΡ. [λόγ. επίθ. < αρχ. ουδ. ἐνδεχόμενον]