Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενδεχομένως [enδexoménos] επίρρ. διστ. : (για δήλωση επιφύλαξης, δισταγμού) ίσως, πιθανώς, πιθανόν: Δεν ξέρω· ~ να λείπω, μπορεί, ενδέχεται, είναι ενδεχόμενο να λείπω. ~ να έσφαλα, αν και δε νομίζω. ~ να μη βρέξει, αλλά καλού κακού πάρε την ομπρέλα. ~ δε θα έρθει, αλλά ας περιμένουμε ακόμα λίγο. Θα παραστείς στην αυριανή συνεδρίαση; -~.
[λόγ. < ελνστ. ἐνδεχομένως]