Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενδελεχής -ής -ές [enδelexís] Ε10 : (λόγ.) που γίνεται με διαρκή και άοκνη φροντίδα, επιμέλεια: ~ μελέτη / έρευνα.
ενδελεχώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐνδελεχής, ἐνδελεχῶς]