Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενδελέχεια
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδελέχεια η [enδeléxia] Ο27 : (λόγ.) α. συνεχής και με ζήλο, διαρκής και ακατάπαυστη φροντίδα, επιμέλεια. β. αντί του εντελέχεια.

[λόγ. < αρχ. ἐνδελέχεια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες