Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενδεδειγμένος -η -ο [enδeδiγménos] Ε3 : που ενδείκνυται, που υποδεικνύεται από τα πράγματα ως καταλληλότερος: H πλέον ενδεδειγμένη λύση / απόφαση. Πήρε όλα τα ενδεδειγμένα για την περίσταση μέτρα. H συμπεριφορά σου δεν ήταν η ενδεδειγμένη, η πρέπουσα.
[λόγ. < αρχ. ἐνδεδειγμένος `που έχει καταμηνυθεί΄ μππ. του ρ. ἐνδείκνυμι, κατά τη σημ. της λ. ενδεικνύομαι (δες λ.)]