Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενδέχεται
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδέχεται [enδéxete] Ρ (απρόσ., μόνο στον ενεστ.) μπε. ενδεχόμενος* : είναι πιθανό, υπάρχει η πιθανότητα, μπορεί, δεν αποκλείεται: ~ να βρέξει. Δεν μπορώ να σας διαβεβαιώσω, ~ όμως να έχω επιστρέψει έγκαιρα. Δε θυμάμαι καλά, ~ όμως να το είπα. Θα έρθεις μαζί μας στον κινηματογράφο; -~.

[λόγ. < αρχ. ἐνδέχεται]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες