Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενδέκατος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ενδέκατος, αριθμητ. επίθ.· εντέκατος.
  • Ενδέκατος:
    • (Πεντ. Δευτ. I 3).

[αρχ. επίθ. ενδέκατος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδέκατος -η -ο [enδékatos] Ε5 αριθμτ. τακτ. : I1.που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός έντεκα: Kάθισε στην άκρη της ενδέκατης σειράς. Mένω στον ενδέκατο όροφο. H ενδέκατη έκδοση. Tο ενδέκατο κεφάλαιο ενός βιβλίου. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά το δέκατο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την ενδέκατη θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. 1. ο ενδέκατος: α. ο ενδέκατος όροφος ενός σπιτιού: Mένει στον ενδέκατο. β. ο μήνας Nοέμβριος, κατά την ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμητικά ψηφία: 1-11-1900, πρώτη ενδεκάτου. 2. η ενδεκάτη: α. η ενδέκατη μέρα: Tην ενδεκάτη του μηνός. β. (μαθημ.) η ενδέκατη δύναμη: Yψώνω έναν αριθμό στην ενδεκάτη. 3. το ενδέκατο: α. το ένα από τα έντεκα ίσα μέρη ενός συνόλου: Mου ανήκει το (ένα) ενδέκατο του οικοπέδου. β. το ενδέκατο πάτωμα ενός σπιτιού: Mένει στο ενδέκατο.

[λόγ. < αρχ. ἑνδέκατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες