Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενασχολούμαι [enasxolúme] Ρ10.9β : (λόγ.) ασχολούμαι, καταγίνομαι με δραστηριότητα, συνήθ. πνευματική.
[λόγ. < ελνστ. ἐνασχολοῦμαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- ενασχολούμαι.
-
- Ασχολούμαι με κ.:
- τούτων τῃ φροντίδι ενασχολούμενος (Ιερακοσ. 49223).
[<πρόθ. εν + ασχολούμαι. Η λ. τον 6. και ενεργ. τον 4. αι. (L‑S, ‑έομαι, Lampe, ‑έω)]
- Ασχολούμαι με κ.: