Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εναρκτικός -ή -ό [enarktikós] Ε1 : (γραμμ.) για παράγωγα ρήματα (της αρχ. ελληνικής και λατινικής) που δηλώνουν την έναρξη του σημαινόμενου από την πρωτότυπη λέξη: Tο “γηράσκω” είναι εναρκτικό ρήμα.
[λόγ. < ελνστ. ἐναρκτικός]