Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εναπόθεμα το [enapóθema] Ο49 : (συνήθ. επιστ.) ό,τι εναποτίθεται· η μάζα των υλικών που συγκεντρώνεται κάπου ως αποτέλεσμα μιας μετακίνησης, ροής κτλ.: Tα εναποθέματα στις όχθες των ποταμών, τα υλικά που μεταφέρονται και συγκεντρώνονται στις όχθες τους, ύστερα από πλημμύρα. Aργιλώδη εναποθέματα.
[λόγ. εν- απόθεμα απόδ. γαλλ. dépἄt ή αγγλ. deposit]