Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εναντιώνομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εναντιώνομαι [enandiónome] Ρ1β : παίρνω θέση αντίθετη προς κπ. ή κτ.· αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι: Kανείς δεν τόλμησε να εναντιωθεί στα σχέδιά τους. Mη μου εναντιώνεσαι.

[λόγ. < αρχ. ἐναντι(οῦμαι) -ώνομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες