Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εναντιωματικός, επίθ.
-
- (Νομ., προκ. για διαθήκη) που «προσβάλλεται» από τους κληρονόμους:
- Περί διαθήκης μεμπτικής και εναντιωματικής (Βακτ. αρχιερ. 146).
[μτγν. επίθ. εναντιωματικός. Η λ. και σήμ. γραμμ.]
- (Νομ., προκ. για διαθήκη) που «προσβάλλεται» από τους κληρονόμους:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εναντιωματικός -ή -ό [enandiomatikós] Ε1 : (γραμμ.) που περιέχει ή δείχνει έννοια αντίθεσης ή εναντίωσης: Εναντιωματικοί σύνδεσμοι, αντιθετικοί. Εναντιωματική μετοχή. Εναντιωματική πρόταση.
[λόγ. < ελνστ. ἐναντιωματικός]