Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εναντίον [enandíon] επίρρ. : 1.σε θέση πρόθεσης, με γενική ονόματος που δηλώνει το συγκεκριμένο πράγμα ή πρόσωπο προς το οποίο κατευθύνεται μια εχθρική πράξη· κατά 2: Πολεμώ / επιτίθεμαι ~ κάποιου. Επίθεση ~ κάποιου. 2. (με γεν. ή απολύτως) αντί του ενάντια: Mην είσαι όλο ~.
[λόγ. < αρχ. ἐναντίον `απέναντι΄ κατά τη σημ. του ενάντιος]
[Λεξικό Κριαρά]
- εναντίον, επίρρ.· εναντίο· ενάντιο· ενάντιον· ιναντίον· ’ναντίο· ’ναντίον.
-
- 1)
- α) (Εχθρική διάθεση) εναντίον κάπ.:
- (Παλαμήδ., Βοηβ. 1163)·
- (σε μεταφ.):
- (Χίκα, Μονωδ. 64)·
- β) αντίθετα με κ.:
- μισεύω … ενάντιο της καρδιάς μου (Θησ. Γ´ [745])·
- γ) σε αντίθετη κατεύθυνση, «κόντρα» σε κ.:
- τα κύματ’ ήρχοντα ενάντιον του ανέμου (Απόκοπ. 353)·
- δ) αντίστροφα:
- Εάν γυρίζουν από την Ανατολήν γίνεται εναντίον· υπάγει έμπροσθεν ο αυθέντης της Δύσης (Τάξ. πόρτ. 76).
- α) (Εχθρική διάθεση) εναντίον κάπ.:
- 2) (Τοπ.) απέναντι, αντίκρυ· αντικριστά:
- (Χρον. Μορ. H 9198).
- 3) (Αναφορά) απέναντι σε κάπ.:
- όσα … εφταίσαμεν εναντίον του Θεού (Ιερόθ. Αββ. 332).
[αρχ. επίρρ. εναντίον. Βλ. και εισεναντίον. Ο τ. ενάντιον στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- 1)