Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εναλλασσόμενος -η -ο [enalasómenos] Ε5 : 1α.που έχει στοιχεία, μέρη, φάσεις κτλ. τα οποία εναλλάσσονται μεταξύ τους: Εναλλασσόμενο ρεπερτόριο / δραματολόγιο, που περιλαμβάνει θεατρικά είδη ή έργα τα οποία εναλλάσσονται μεταξύ τους. β. που αντικαθίσταται από άλλον: Εναλλασσόμενες καλλιέργειες. 2. (φυσ.) Εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύ μα, του οποίου η φορά αντιστρέφεται περιοδικά.
[λόγ.: 1: μπε. του εναλλάσσω· 2: σημδ. γαλλ. (courant) alternatif ή αγγλ. alternating (current)]