Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εναλλάσσω [enaláso] -ομαι Ρ2.2 μπε. εναλλασσόμενος* : αντικαθιστώ το ένα με το άλλο, θέτω διαδοχικά και κατ΄ επανάληψη στη θέση του ενός το άλλο: Εναλλάσσει το κωμικό με το τραγικό στοιχείο. || (παθ.) αντικαθίσταμαι από άλλον και τον αντικαθιστώ διαδοχικώς και κατ΄ επανάληψη: Οι φρουροί εναλλάσσονταν κάθε δύο ώρες. Tο τραγικό εναλλάσσεται με το κωμικό. Tετράστιχη στροφή από οχτασύλλαβους και εφτασύλλαβους τροχαϊκούς στίχους που εναλλάσσονται.
[λόγ. < αρχ. ἐναλλάσσω `αντικαθιστώ΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- εναλλάσσω.
-
- (Μέσ.) αλλάζω (ρούχα):
- μέλαν να φορέσουσιν και προς το σχήμαν τούτο … πάντες εναλλαγώσι (Καλλίμ. 1520).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = καινούργιος:
- ρούχα ενηλλαγμένα (Ριμ. Βελ. ρ 392).
[αρχ. εναλλάσσω. Η λ. και σήμ.]
- (Μέσ.) αλλάζω (ρούχα):