Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εναγκαλίζομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εναγκαλίζομαι [enaŋgalízome] Ρ2.1β : (λόγ.) α. αγκαλιάζω κπ. ή κτ. || (μόνο πληθ.) για πρόσωπα που αγκαλιάζονται. β. (μτφ.) β1. περιβάλλω κπ. ή κτ. με στοργή. β2. ενστερνίζομαι.

[λόγ. < ελνστ. ἐναγκαλίζομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
εναγκαλίζομαι.
– Βλ. και αναγκαλίζομαι.
  • Αγκαλιάζω:
    • καν μάθεις ότι καθαράν εφύλαξεν αγάπην, τότε ενηγκαλίσου τον (Σπαν. B 91).

[μτγν. εναγκαλίζομαι. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες