Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενίσχυση η [enísxisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ενισχύω. 1α. αύξηση της ισχύος, της δύναμης, της αντοχής, της έντασης κτλ.· (πρβ. ισχυροποίηση, ενδυνάμωση): H ~ μιας άποψης / μιας θέσης / μιας προσπάθειας. || Οι κολόνες χρειάζονται ~. β. αύξηση: H ~ της εκλογικής δύναμης των μικρών κομμάτων ανησυχεί την κυβέρνηση. Mέτρα ενίσχυσης του εισοδήματος των μισθωτών. H ~ της αγοραστικής δύναμης του κοινού, θα αυξήσει την κατανάλωση. 2α. βοήθεια υλική ή ηθική: Οικονομική / ηθική / υλική ~. H ~ των σκοπών του συλλόγου μας. β. (συνήθ. πληθ., κυρίως στρατ.) ό,τι δίνεται, προστίθεται κτλ. σε κτ., για να το ενισχύσει: Συνέχιζαν να αμύνονται ελπίζοντας πως αργά ή γρήγορα θα φτάσουν ενισχύσεις. || (μτφ.): Δεν ήθελε να έρθει μόνη της και φώναξε τις φίλες της για ενισχύσεις.
[λόγ. < ελνστ. ἐνίσχυ(σις) -ση]