Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενήμερος -η -ο [enímeros] Ε5 : 1.(για πρόσ.) που γνωρίζει καλά, έχει λεπτομερή πληροφόρηση, συνήθ. για κτ. που συνέβη πρόσφατα ή βρίσκεται σε εξέλιξη· (πρβ. γνώστης): Είμαι ~ της υποθέσεως, τη γνωρίζω ως τις τελευταίες της εξελίξεις. Είμαι ~ των εξελίξεων. (έκφρ.) κρατώ κπ. ενήμερο, τον πληροφορώ διαρκώς: Παρακαλώ να με κρατάτε ενήμερο για τις εξελίξεις. 2. (ειδ. λογιστ.) ~ λογαριασμός, στον οποίο έχουν καταχωριστεί όλες οι πράξεις και οι μεταβολές που έγιναν.
[λόγ. εν- ημέρ(α) -ος απόδ. γαλλ. à jour]