Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενέργεια
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενέργεια η [enérjia] Ο27 : πράξη, κίνηση, λειτουργία που τείνει να μεταβάλει μια κατάσταση, να προκαλέσει ένα αποτέλεσμα. 1. πράξη, δράση, κίνηση, προσπάθεια για την επιτυχία αποτελέσματος: Εχθρική / φιλική ~, πράξη. Θέτω / βάζω σε ~ κτ., σε κίνηση, σε δράση. Άκαρπη / αποτελεσματική ~. Bάζω σ΄ ~ τα μεγάλα μέσα, δραστηριοποιούμαι, χρησιμοποιώ κάθε μέσο για να πετύχω κτ. || (έκφρ.) εν ενεργεία, για στρατιωτικούς (και με επέκτ. για άλλους υπαλλήλους) που βρίσκονται στην ενεργό υπηρεσία: Εν ενεργεία στρατιωτικός / υπάλληλος / πολιτικός. 2. (φυσ.) η ιδιότητα υλικού σώματος να παράγει έργο· ό,τι μπορεί να μεταβληθεί σε μηχανικό έργο ή ό,τι παράγεται με την κατανάλωση μηχανικού έργου: Hλιακή / αιολική / γεωθερμική ~. πυρηνική ~. Ύλη και ~. Ο νόμος της διατήρησης της ενέργειας. Ήπιες* μορφές ενέργειας. 3. δράση, επενέργεια: ~ φαρμακευτικής ουσίας. Πόση ώρα διαρκεί η ~ αυτού του παυσίπονου;

[λόγ.: 1: αρχ. ἐνέργεια· 2: σημδ. γαλλ. énergie & αγγλ. energy < υστλατ. energeia < αρχ. ἐνέργεια· 3: κατά τη σημ. του ενεργώ4]

[Λεξικό Κριαρά]
ενέργεια η· ενεργεία.
  • 1) Ενέργεια·
    • α) δράση:
      • την φρικτήν ενέργειαν του πνεύματος του θείου (Γλυκά, Στ. Β´ 230
    • β) πράξη:
      • μάλλον ανδρείαν το δράμα ηγήσονται και σοφιστικήν ενέργειαν (Δούκ. 4079).
  • 2) Δύναμη·
    • α) ανδρεία:
      • είχε δε (ενν. η Μαξιμού) την ενέργειαν μεγίστην εκ προγόνων (Διγ. Gr. 2721
    • β) ένταση:
      • (Μάρκ., Βουλκ. 34828
    • γ) ιδιότητα:
      • ενέργειαν έχει εκ Θεού, τον θάνατον διώκει (Ιμπ. 235).

[αρχ. ουσ. ενέργεια. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενεργειακός -ή -ό [enerjiakós] Ε1 : (οικον.) που αναφέρεται στις μορφές ενέργειας τις οποίες χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να παράγει (ωφέλιμο) έργο: Ο ~ πλούτος μιας χώρας. Οι ενεργειακές πηγές. Tο ενεργειακό πρόβλημα. Ενεργειακή κρίση, τα αρνητικά αποτελέσματα που δημιουργούνται από την έλλειψη πηγών ενέργειας και ιδίως του πετρελαίου.

[λόγ. ενέργει(α) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες