Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενάσκηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενάσκηση η [enáskisi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια του ενασκώ· άσκηση, εκτέλεση: ~ καθήκοντος. || χρήση: ~ δικαιώματος.

[λόγ. < μσν. ενάσκησις `εξάσκηση΄ < ενασκη- (ενασκώ) -σις > -ση κατά τη σημερ. σημ. της λ. ενασκώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες