Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενάρετος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ενάρετος, επίθ.
  • Ενάρετος, ηθικός:
    • (Ιστ. πατρ. 13516
    • πράξεις εναρέτους (Μάρκ., Βουλκ. 35025).

[μτγν. επίθ. ενάρετος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενάρετος -η -ο [enáretos] Ε5 : που έχει ηθικές αρχές, αρετές, που ζει σύμφωνα με αυτές, ηθικός: ~ νέος. || σύμφωνος με ηθικές αρχές, αρετές: ~ βίος. ενάρετα ΕΠIΡΡ: ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐνάρετος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες