Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ενάμισης, αριθμητ. επίθ.· ανάμισης· θηλ. ανάμιση.
-
- Ενάμισης:
- πλάτος ποδάρι ανάμισι (Αγαπ., Γεωπον. 160)·
- μιάμιση φορά (Καραβ. 49320 (έκδ. μία μισή))·
- ανάμισην ουγγίαν (Αγαπ., Γεωπον. 214).
[<αριθμητ. ένας + επίθ. ήμισυς. Ο τ. στο ουδ. και σήμ. κρητ. (Πάγκ. Ε´ 147, Πιτυκ.). Το θηλ. στο Somav. (λ. ενάμιση). Η λ. και σήμ.]
- Ενάμισης:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενάμισης μιάμιση ενάμισι [enámisis mnámisi enámisi] αριθμτ. επίθ. : ένας και μισός: ~ χρόνος. Mιάμιση ώρα. Ενάμισι μέτρο. Σε διάστημα ενάμιση χρόνου / μιάμισης ώρας / ενάμισι έτους. || Tι ώρα είναι; - Mιάμιση.
[μσν. *ενάμισης (πρβ. μσν. ανάμισης με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ) < ουδ. *ενάμισι -ς· μιά-μιση κατά τα ενάμισης, ενάμισι· μσν. *ενάμισι < *ενάημισι με αποφυγή της χασμ. < ένα + ήμισυ (πρβ. ελνστ. ἑνήμισυ)]