Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενάγων ο [enáγon] θηλ. ενάγουσα [enáγusa] Ο (βλ. Ε12) : (νομ.) ο ένας από τους δύο διαδίκους, αυτός ο οποίος έχει κάνει την αγωγή εναντίον του άλλου (του εναγομένου) ζητώντας την επανόρθωση ζημίας που έπαθε· (πρβ. κατήγορος, εγκαλών): Πολιτικώς ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐνάγων μεε. του αρχ. ρ. ἐνάγω· λόγ. ενάγ(ων) -ουσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εναγώνιος -α -ο [enaγónios] Ε6 : (λόγ., για ενέργεια, έκφραση κτλ.) που γίνεται με μεγάλη ανησυχία και ένταση της ψυχής, με ψυχική αγωνία· αγωνιώδης: Εναγώνια προσπάθεια / προσδοκία / αναζήτηση. || Εναγώνιες επικλήσεις / κραυγές. Εναγώνιο ύφος / βλέμμα.
εναγωνίως ΕΠIΡΡ με αγωνία, αγωνιωδώς: Aναμένω ~. Aναζητούσαν ~ λύση. [λόγ. < αρχ. ἐναγώνιος· λόγ. < ελνστ. ἐναγωνίως]