Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενάγω
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενάγω [enáγo] -ομαι Ρ (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. ενήγα, αόρ. ενήγαγα, απαρέμφ. εναγάγει : (λόγ., νομ.) εγκαλώ κπ. σε δίκη με αγωγή· κάνω αγωγή σε κπ.: ~ κπ. ποινικώς / πολιτικώς. || (μεε. ως ουσ.) ο ενάγων*. || (μπε. ως ουσ.) ο εναγόμενος*.

[λόγ. < αρχ. ἐνάγω]

[Λεξικό Κριαρά]
ενάγω.
  • Καταγγέλλω στο δικαστήριο, κάνω αγωγή·
    • α) η μτχ. ενάγων ως ουσ. = μηνυτής:
      • (Ελλην. νόμ. 5187
    • β) η μτχ. εναγόμενος ως ουσ. = κατηγορούμενος:
      • (Διάτ. Κυπρ. 50821).

[αρχ. ενάγω. Η λ. και σήμ. νομ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενάγων ο [enáγon] θηλ. ενάγουσα [enáγusa] Ο (βλ. Ε12) : (νομ.) ο ένας από τους δύο διαδίκους, αυτός ο οποίος έχει κάνει την αγωγή εναντίον του άλλου (του εναγομένου) ζητώντας την επανόρθωση ζημίας που έπαθε· (πρβ. κατήγορος, εγκαλών): Πολιτικώς ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐνάγων μεε. του αρχ. ρ. ἐνάγω· λόγ. ενάγ(ων) -ουσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εναγώνιος -α -ο [enaγónios] Ε6 : (λόγ., για ενέργεια, έκφραση κτλ.) που γίνεται με μεγάλη ανησυχία και ένταση της ψυχής, με ψυχική αγωνία· αγωνιώδης: Εναγώνια προσπάθεια / προσδοκία / αναζήτηση. || Εναγώνιες επικλήσεις / κραυγές. Εναγώνιο ύφος / βλέμμα. εναγωνίως ΕΠIΡΡ με αγωνία, αγωνιωδώς: Aναμένω ~. Aναζητούσαν ~ λύση.

[λόγ. < αρχ. ἐναγώνιος· λόγ. < ελνστ. ἐναγωνίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες