Παράλληλη αναζήτηση
746 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εν [en] πρόθ. : (λόγ.) (βλ. και εν-) σε ΦΡ ή εκφράσεις με σημασία συνήθ. τροπική ή χρονική: ~ αναμονή*. ~ ανάγκη*. ~ ονόματι*. ~ τη γενέσει*. ~ ριπή* οφθαλμού. ~ πομπή*. ~ πομπή και παρατάξει*. ~ ολίγοις*. ~ γνώσει* / αγνοία* κάποιου. είμαι ~ γνώσει*. ~ τω γίγνεσθαι*. ~ λευκώ*. ο ~ λόγω*. ~ περιλήψει*. ~ σώματι*. ~ γένει, γενικά. ANT ~ μέρει, όσον αφορά ένα μέρος, μερικώς. ~ ενεργεία*. ~ αποστρατεία*. ~ τω άμα και το θάμα*. ~ είδει*. ~ διαστάσει*. ~ ψυχρώ*. ~ θερμώ*. ~ εκτάσει*. ~ όλω*. ~ βρασμώ* ψυχής. ~ τούτοις, εντούτοις.
[λόγ. < αρχ. ἐν]
- έν,
- βλ. είμαι.
- εν, πρόθ.
-
- Α´ Τόπος
- 1) (Στάση) σε:
- (Θρ. Θεοτ. 92), (Βίος Αλ. 3610).
- 2) (Με ρ. που δηλώνουν κίνηση):
- (Διγ. Gr. 1614).
- 1) (Στάση) σε:
- Β´ Χρόνος
- 1) (Χρονικό σημείο) τότε:
- (Ιστ. πολιτ. 4318)·
- εκφρ.
- (1) εν αυτῴ = ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή:
- (Φυσιολ. (Legr.) XXXI)·
- (2) εν τούτῳ = μόλις:
- (Χρον. Μορ. H 8816)·
- (3) ως εν ολίγῳ = ύστερα από λίγο:
- (Έκθ. χρον. 458)·
- (4) εν υστέρῳ = στο τέλος:
- (Λίβ. Sc. 1117).
- (1) εν αυτῴ = ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή:
- 2) Χρονική διάρκεια:
- (Βίος Αλ. 1151).
- 1) (Χρονικό σημείο) τότε:
- Γ´
- 1) Σκοπός:
- εξήρχετο εν τούτοις (ενν. τοις κυνηγίοις) (Διγ. Z 1339).
- 2) Αιτία:
- γυναίκα περιβόητον εν ελεημοσύναις (Δούκ. 3954).
- 3) Ποιητικό αίτιο:
- εμεταβάλτην (ενν. το βιβλίον) εις ρωμαϊκά εν επισήμων ανδρών (Ασσίζ. 36).
- 1) Σκοπός:
- Δ´
- 1) Συνοδεία:
- σῳ κράτει προσαποστελώ βασιλικοίς εν δώροις (Βίος Αλ. 5191).
- 2) Μέσο, όργανο:
- (Διγ. Z 1433).
- 3) Τρόπος:
- έχων αυτόν εν κακίᾳ (Έκθ. χρον. 8419)·
- έκφρ. εν κοντῴ = σύντομα, περιληπτικά:
- (Λίβ. N 3797), (Χρον. Μορ. H 8452).
- 4) Ιδιότητα· κατάσταση:
- (Αποκ. Θεοτ. 248).
- 1) Συνοδεία:
[αρχ. πρόθ. εν]
- Α´ Τόπος
- έν τον, έν την, …,
- βλ. είμαι.
- εν- [en], πριν από φωνήεν ή οδοντικό ή συριστικό σύμφωνο ή [n] & εμ- [em], πριν από χειλικό σύμφωνο ή [m] & εγ- [eŋ], πριν από υπερωικό σύμφωνο & ελ- [el], πριν από [l] & ερ- [er] συχνά, πριν από [r] & έν- [én], έμ- [ém], έγ- [éŋ], έλ- [él], έρ- [ér] αντίστοιχα, όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : η λόγια πρόθεση εν ως πρόθημα για τη δήλωση ποικίλων επιρρηματικών σχέσεων. I. δηλώνει συνήθ. τόπο. 1. μέσα σε αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: εγκιβωτίζομαι, εγκλωβίζω, ελλιμενίζομαι, εναποθηκεύω, ενσταλάζω· εναποθήκευση· ενδημικός. || χρονικά: εμπρόθεσμος. 2. ανάμεσα σε: ενσωματώνω, εντάσσω· ένταξη. || μεταξύ αυτών που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: εμφύλιος. 3. επάνω σε: ενθρονίζω. II. σε προσδιοριστικά επίθετα και τα παράγωγά τους δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: 1. γίνεται ή εμφανίζεται με τον τρόπο που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: έμμισθος, έμπρακτος, ένδικος, έντεχνος (π.χ. εμπύρετο νόσημα, νόσημα που συνοδεύεται από πυρετό). || ένρινος και έρρινος· ενρινότητα και ερρινότητα. 2. έχει αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: έγχορδος, έλλογος, έμπειρος, έμψυχος, ενάρετος, ένοπλος. 3. (επιτατικά) χαρακτηρίζεται από την ύπαρ ξη σε μεγάλο βαθμό του στοιχείου που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: έναστρος· εναγώνιος, εμπαθής, ένθερμος. III. χωρίς να έχει στα νέα ελληνικά κάποια εμφανή σημασία: ενισχύω, ενδιαφέρομαι, ενοχλώ, ελλείπω· ενοχή, ενόχληση.
[λόγ. < αρχ. ἐν- (και ἐμ-, ἐγ-, ἐλ-, ἐρ- ανάλογα με το σύμφ. που ακολουθεί) < πρόθ. ἐν `μέσα σε΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἐμ-βαίνω (δες μπαίνω), ἐν-υπάρχω, ἐμ-πνέω, ἐγ-χαράσσω, ἐν-σωματῶ, ἐν-άλιος & διεθ. en- < αρχ. ἐν-: εν-τροπία < en- + -tropy & μτφρδ.: έμ-φραγμα < νλατ. infarctus, εν-αποθηκεύω < γαλλ. emmagasiner· το α' συνθ. περιορίστηκε σε λειτουργία προθήματος και στη σημερ. μορφή της γλ. τα περισσότερα παράγωγα δεν αναλύονται πια]
- εν(ν)οικάτορος ο,
- βλ. ενοικάτορας.
- εναγκαλίζομαι [enaŋgalízome] Ρ2.1β : (λόγ.) α. αγκαλιάζω κπ. ή κτ. || (μόνο πληθ.) για πρόσωπα που αγκαλιάζονται. β. (μτφ.) β1. περιβάλλω κπ. ή κτ. με στοργή. β2. ενστερνίζομαι.
[λόγ. < ελνστ. ἐναγκαλίζομαι]
- εναγκαλίζομαι.
-
– Βλ. και αναγκαλίζομαι.
- Αγκαλιάζω:
- καν μάθεις ότι καθαράν εφύλαξεν αγάπην, τότε ενηγκαλίσου τον (Σπαν. B 91).
[μτγν. εναγκαλίζομαι. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Αγκαλιάζω:
- εναγκαλισμός ο [enaŋgalizmós] Ο17 : (λόγ.) α. αγκάλιασμα, περίπτυξη. β. (μτφ., συνήθ. πληθ.) στενές σχέσεις συνεργασίας: Οι εναγκαλισμοί του με το καθεστώς των τυράννων.
[λόγ. εναγκαλισ- (εναγκαλίζομαι) -μός]
- εναγόμενος ο [enaγómenos] Ο19 θηλ. εναγόμενη [enaγómeni] Ο32 & (λόγ.) εναγομένη [enaγoméni] Ο30 γεν. πληθ. εναγομένων : (νομ.) ο ένας από τους δύο διαδίκους, αυτός εναντίον του οποίου στρέφεται η αγωγή την οποία έκανε ο άλλος (ο ενάγων)· (πρβ. κατηγορούμενος, εγκαλούμενος).
[λόγ. < ελνστ. ὁ ἐναγόμενος μπε. του αρχ. ρ. ἐνάγω· λόγ. θηλ. εναγό(μενος) -μένη & μετακ. τόνου για προσαρμ. στη δημοτ.]