Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμψύχωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμψύχωση η [empsíxosi] Ο33 : η ενέργεια του εμψυχώνω, η ενίσχυση της ψυχικής δύναμης, του θάρρους· ενθάρρυνση.

[λόγ. < ελνστ. ἐμψύχω(σις) `ζωντάνεμα΄ -ση κατά τη σημ. του εμψυχώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go