Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμφύτευσις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εμφύτευσις η.
  • Εμπράγματο δικαίωμα του ενοικιαστή κτήματος για τη δημιουργία φυτείας:
    • Περί εμφυτεύσεως χωραφίου εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως (Βακτ. αρχιερ. 153).

[μτγν. ουσ. εμφύτευσις. Η λ. και σήμ. (η)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες