Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμφύσημα το [emfísima] Ο49 : (ιατρ.) μη φυσιολογική παρουσία αέρα ή αερίου σε ιστούς, όργανα ή κοιλότητες του σώματος: Πνευμονικό ~. ~ πνευμόνων.
[λόγ. < νλατ. emphysema (στη νέα σημ.) < αρχ. ἐμφύσημα `φούσκωμα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- εμφύσημα το.
-
- Πνοή:
- εμφύσημα του σατανά (Σπανός D 615).
[αρχ. ουσ. εμφύσημα. Η λ. και σήμ. ιατρ.]
- Πνοή:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμφυσηματικός -ή -ό [emfisimatikós] Ε1 : (ιατρ.) που ανήκει ή αναφέρεται στο εμφύσημα: Εμφυσηματική κατάσταση. ~ πνεύμονας, που πάσχει από εμφύσημα. || (ως ουσ.) ο εμφυσηματικός, ασθενής που πάσχει από εμφύσημα.
[λόγ. εμφυσηματ- (εμφύσημα) -ικός]