Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εμφύλιος, επίθ.
-
- Το ουδ. ως ουσ. = εμφύλιος πόλεμος:
- γένηται εμφύλιον εις όλον το φουσσάτο (Ριμ. Βελ. ρ 673).
[αρχ. επίθ. εμφύλιος. Η λ. και σήμ.]
- Το ουδ. ως ουσ. = εμφύλιος πόλεμος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμφύλιος -α -ο [emfílios] Ε6 : για ένοπλη σύγκρουση ή οξύτατη διαμάχη ή αντιπαράθεση ατόμων ή ομάδων που ανήκουν στο ίδιο ευρύτερο σύνολο (κυρίως φυλή, έθνος, κράτος, οργάνωση κτλ.): ~ πόλεμος / σπαραγμός. Εμφύλια διαμάχη. Εμφύλιες έριδες / συγκρούσεις. Εμφύλιο μίσος. || (ως ουσ.) ο εμφύλιος, για εμφύλιο πόλεμο και ειδικότερα για τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα μετά το τέλος του β' παγκόσμιου πολέμου.
[λόγ. < αρχ. ἐμφύλιος]