Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμφυσώ [emfisó] Ρ10.1α αόρ. και ενεφύσησα, απαρέμφ. εμφυσήσει : (λόγ.) α. εισάγω κτ. κάπου με φύσημα. || Ο Θεός ενεφύσησε ζωή στον άνθρωπο. β. (μτφ.) εμπνέω σε κπ. ιδέα ή συναίσθημα: Ο δάσκαλός μας μας είχε εμφυσήσει την πίστη στα εθνικά ιδανικά.
[λόγ. < ελνστ. ἐμφυσῶ `φυσώ μέ σα΄, αρχ. σημ.: `φουσκώνω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- εμφυσώ.
-
- Φυσώ:
- αν … ο πατήρ αυτού … εμφυσήσῃ αυτού εις το πρόσωπον (Φυσιολ. 3397‑8).
[αρχ. εμφυσάω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Φυσώ: