Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμφατικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμφατικός -ή -ό [emfatikós] Ε1 : (για λόγο) που εκφέρεται με έμφαση, που έχει έμφαση, δύναμη εκφραστική: Εμφατική πρόταση / διατύπωση. εμφατικώς & εμφατικά ΕΠIΡΡ με έμφαση.

[λόγ. < ελνστ. ἐμφατικός, ἐμφατικῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες