Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπόρευμα το [embórevma] Ο49 : σύνολο ή ποσότητα φυσικών ή τεχνικών προϊόντων ως αντικείμενο εμπορίου: Έφερε καινούριο ~ στο μαγαζί. Συσκευασία / φόρτωση / μεταφορά / αποθήκευση εμπορευμάτων. Mικροπωλητές άπλωναν τα εμπορεύματά τους σε πάγκους. Γύριζε στις γειτονιές και διαλαλούσε το εμπόρευμά του. || (ειδ.) ελεύθερο ~, που παραδίδεται στον αγοραστή χωρίς επιβάρυνση εξόδων μεταφοράς κτλ. || (ειδ. νομ.) κάθε κινητό πράγμα εφόσον γίνεται αντικείμενο εμπορικής πράξης.
[λόγ. < αρχ. ἐμπόρευμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπορευματικός -ή -ό [emborevmatikós] Ε1 : που αναφέρεται στο εμπόρευμα: Εμπορευματική ανταλλαγή, ανταλλαγή εμπορευμάτων. Εμπορευματική παραγωγή, παραγωγή προϊόντων με σκοπό τη διάθεσή τους στο εμπόριο.
[λόγ. εμπορευματ- (εμπόρευμα) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπορευματοκιβώτιο το [emborevmatokivótio] Ο40 : μεγάλων διαστάσεων μεταλλικό κιβώτιο, για την ασφαλέστερη μεταφορά και την ευκολότερη φόρτωση και μεταφόρτωση μεγάλης ποσότητας εμπορευμάτων (ή άλλων αντικειμένων)· κοντέινερ.
[λόγ. εμπορευματ- (εμπόρευμα) -ο- + κιβώτιον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπορευματολογία η [emborevmatolojía] Ο25 : το σύνολο των γνώσεων, των μεθόδων και των τεχνικών που αφορούν τον έλεγχο των εμπορεύσιμων προϊόντων, από την άποψη της προέλευσης, της γνησιότητας, της συσκευασίας, της συντήρησης κτλ.
[λόγ. εμπορευματ- (εμπόρευμα) -ο- + -λογία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπορευματοποίηση η [emborevmatopíisi] Ο33 : η μεταβολή ενός κοινωνικού αγαθού, μιας κοινωνικής λειτουργίας σε αντικείμενο εμπορικής, οικονομικής συναλλαγής: ~ της παιδείας / της υγείας / της τέχνης.
[λόγ. εμπορευματοποιη- (εμπορευματοποιώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπορευματοποιώ [emborevmatopió] -ούμαι Ρ10.9 : μεταβάλλω ένα κοινωνικό αγαθό, μια κοινωνική λειτουργία σε αντικείμενο εμπορικής, οικονομικής συναλλαγής.
[λόγ. εμπορευματ- (εμπόρευμα) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. commercialiser]