Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπυροσκόπος ο [embiroskópos] Ο18 : μάντης που μαντεύει με εμπυροσκοπία.
[λόγ. < μσν. εμπυροσκόπος < αρχ. (τά) ἔμπυρ(α) -ο- + αρχ. σκοπ(ῶ) `παρατηρώ΄ -ος]