Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπτυσμός ο [emptizmós] Ο17 : (λόγ.) το φτύσιμο, κυρίως ως εκδήλωση περιφρόνησης, βδελυγμίας κτλ. προς κπ. (λόγ. έκφρ.) είναι άξιος εμπτυσμού, για κπ. που προκαλεί αποστροφή, αηδία, περιφρόνηση, έντονη αποδοκιμασία· ΣYN έκφρ. είναι για φτύσιμο.
[λόγ. < μσν. εμπτυσμός < αρχ. ἐμπτυσ- (ἐμπτύω) `φτύνω μέσα΄ -μός]
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπτυσμός ο.
-
- Φτύσιμο:
- Πώς υπομένεις εμπτυσμούς …; (Θρ. Θεοτ. 102).
[<αόρ. του εμπτύω + κατάλ. ‑μός. Η λ. τον 6. αι. (LBG) και σήμ. λόγ.]
- Φτύσιμο: