Παράλληλη αναζήτηση
25 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπρός [embrós] & μπρος [brós] : I.επίρρ. τοπ.· μπροστά. ANT πίσω. 1. Προχωρήστε ~ παρακαλώ! Όρμησε / έτρεξε ~. Mπρος αυτός και πίσω εμείς. Λίγο πιο μπρος. Kινείται ελεύθερα μπρος πίσω, προς τα εμπρός και προς τα πίσω. || (ναυτ.) ~ ολοταχώς, πρόσω ολοταχώς, ναυτικό παράγγελμα για πορεία προς τα εμπρός. || με πρόθεση: Aπό μπρος βλέπεις θάλασσα. Kατευθύνθηκε (προς τα) ~. Aπό μπρος κι από πίσω, από όλες τις μεριές, από παντού. || χρονικά: Δεν άκουσα τι είπατε πιο μπρος, πιο πριν, πρωτύτερα. (έκφρ.) από δω* και μπρος / πέρα. 2. σε θέση πρόθεσης, (ε)μπρός σε: δηλώνει: α. τόπο: Mπρος στην πόρτα / στο σπίτι. Mπρος στο παραθύρι σου. Mπρος μου δεν καθόταν κανείς. Mπρος στα πόδια μας απλωνόταν η θάλασσα. || ενώπιον, παρουσία προσώπου: Mπρος στα μάτια μου έγινε το κακό. β. σύγκριση: Mπρος στον αδελφό της δεν αξίζει τίποτε. ΠAΡ ΦΡ μπρος στα κάλλη* τι είν΄ ο πόνος. από μπρος κάνει το φίλο και από πίσω* το σκύλο. γ. τρόπο, αντιμετώπιση κτλ.: Δε λύγισε μπρος στον εχθρό. ΦΡ μπρος γκρεμός* / βαθύ* και πίσω ρέμα. ένα βήμα μπρος και δύο πίσω, για συνεχή πισωγυρίσματα. βάζω (κτ.) μπρος: α. θέτω σε κίνηση, σε λειτουργία: Bάζω μπρος το αυτοκίνητο / τη μηχανή. β. ξεκινώ κτ.: Bάλαμε μπρος το σπίτι, αρχίσαμε να το χτίζουμε. παίρνω μπρος: α. τίθεμαι σε κίνηση, σε λειτουργία. β. μπαίνω στο νόημα, συνήθ. σε αρνητικές εκφορές. II. σε ονοματική χρήση: 1. με το άρθρο τα σε επιρρηματική χρήση: Στροφή / κατεύθυνση / πορεία προς τα ~. Kοιτάζω προς τα ~. 2. σε θέση επιθέτου: Tο ~ τμήμα / μέρος, το μπροστινό. III. επιφ. 1. απάντηση, συχνά μονολεκτική, στο χτύπημα της πόρτας ή του τηλεφώνου: ~, περάστε παρακαλώ! ~, ομιλείτε παρακαλώ! ~! ποιον θέλετε; || από την πλευρά του προσώπου που καλεί: ~, με ακούτε; Είμαι ο τάδε. 2. με προστακτική ή άλλη ισοδύναμη έκφραση, για (έντονη) προτροπή ή προσταγή: ~ πες μας τι θέλεις. ~ ξεκίνα, μη χασομεράς. ~ μαρς!, παράγγελμα για να αρχίσει το βάδισμα, η παρέλαση.
[μσν. εμπρός < αρχ. φρ. ἐν πρός· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπρός, επίρρ.· μπρος· ομπρός· οπρός· συγκρ. εμπρότερα· ομπρότερα.
-
- 1) (Τοπ.) μπροστά:
- ομπρός υπάν τ’ αδέλφια της και οι συγγενείς οπίσω (Διγ. Esc. 483)·
- έκφρ. εμπρός ή ομπρός ή ταμπρός οπίσω = για δήλ. άμεσης επιστροφής:
- (Πικατ. 15), (Αχιλλ. L 317), (Μαχ. 21013).
- 2) (Χρον.)
- α) πριν, προηγουμένως:
- ήτον αποθάνοντα ομπρός ολίγους χρόνους (Χρον. Μορ. H 1274)·
- β) (σε αντίθεση με το έπειτα) πρώτα:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 42ν)·
- γ) έκφρ. ομπρός παρά =
- (α) προτού:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 1152)·
- (β) πριν από:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 226ν).
- (α) προτού:
- α) πριν, προηγουμένως:
- 3) Εκφρ.
- α) από τη (το) σήμερο κι ομπρός = από τώρα και στο εξής:
- (Ερωτόκρ. Δ´ 1520)·
- β) αποδά κι ομπρός, βλ. απεδά 2β έκφρ.·
- γ) αποδώ και ομπρός, βλ. απεδώ Εκφρ. 2·
- δ) απεκεί και ομπρός, βλ. απεκεί Β´1έκφρ.·
- ε) αππώδε και ομπρός, βλ. απώδε Β́α.
- α) από τη (το) σήμερο κι ομπρός = από τώρα και στο εξής:
- 4) (Ως παρακελευσμ.):
- είπεν, ω καρτερότατε, εμπρός, να πας να σώσεις (Κορων., Μπούας 131).
- 5) (Ως πρόθ.) μπροστά σε, από κάπ. ή κ., ενώπιον:
- μην ξεψυχήσει ομπρός της (Ερωτόκρ. Γ´ 1292).
- 6) (Ως επίθ.) μπροστινός:
- στην ομπρός μερά (Φορτουν. Πρόλ. 4).
- 7) (Ως ουσ., με το άρθρο τα) το μέλλον:
- Αυτείνοι (ενν. οι θεοί) γαρ προβλέπουσι τα μπρος και τα οπίσω (Αλεξ. 178).
[<προθ. εν + προς. Η λ. τον 7. αι. Οι τ. ομπρός (σήμ. ιδιωμ.) και ομπρότερα στο Meursius (‑ττε‑). Η λ. και ο τ. μπρος και σήμ.]
- 1) (Τοπ.) μπροστά:
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπροσθά, επίρρ.,
- βλ. εμπροστά.
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπροσθέλα η,
- βλ. εμπροστέλα.
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπροσθελίνα η,
- βλ. εμπροστελίνα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έμπροσθεν [émbrosθen] επίρρ. τοπ. : (λόγ., σε σύνταξη με γενική) μπροστά από: Έμπροσθέν μου, μπροστά μου. ~ της εισόδου, μπροστά από την είσοδο.
[λόγ. < αρχ. ἔμπροσθεν]
[Λεξικό Κριαρά]
- έμπροσθεν, επίρρ.· έμπροσθε· έμπροστε· έμπροστεν· ’μπροσθέν· όμπροστε.
-
- 1) (Τοπ.) μπροστά:
- έμπροστεν του ενού και του άλλου (Ασσίζ. 30322‑3).
- 2) (Χρον.) μετά, στο εξής:
- από του νυν και έμπροστεν (Χρον. Μορ. H 696).
[αρχ. επίρρ. έμπροσθεν]
- 1) (Τοπ.) μπροστά:
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπροσθινά, επίρρ.
-
- Προς τα εμπρός:
- η Γαρίδα τότες επερβάτουνε εμπροσθινά, σαν κάνουν και τα άλλα ζα (Μπερτόλδος 45).
[<επίθ. εμπροσθινός]
- Προς τα εμπρός:
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπροσθινός, επίθ.· εμπροστινός· μπροστινός· ομπροσθινός· ομπροστινός.
-
- 1)
- α) Μπροστινός:
- στο μπροστινόν ποδάριν (Παρασπ., Βάρν. C 410)·
- β) (προκ. για στρατιώτη) που βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή:
- Δεν ήμουν πάντα μπροστινός οπὄκαμνα τη μάχη; (Αλεξ. 1755).
- α) Μπροστινός:
- 2) Προηγούμενος:
- ο Λίβιστρος, ο μπροστινός της άνδρας (Λίβ. N 2648).
[<επίρρ. έμπροσθεν + κατάλ. ‑ινός. Ο τ. εμπροστινός και σήμ. ποντ. Ο τ. μπροστινός και σήμ. Η λ. και ο τ. ομπροστινός στο Βλάχ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπρόσθιος -α -ο [embrósθios] Ε6 : (λόγ.) που βρίσκεται στο μπροστινό μέρος, μπροστινός. ANT οπίσθιος: Εμπρόσθιο τμήμα. Εμπρόσθιοι τροχοί οχήματος.
[λόγ. < αρχ. ἐμπρόσθιος]