Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπροσθοφυλακή η [embrosθofilakí] Ο29 : 1.στρατιωτικό απόσπασμα που προπορεύεται στρατιωτικής φάλαγγας, για να την πληροφορεί έγκαι ρα σχετικά με τις θέσεις και τις κινήσεις του εχθρού και για να την προστατεύει από αιφνιδιαστικές επιθέσεις. ANT οπισθοφυλακή. 2. (μτφ.) μαχητική πρωτοπορία: Bρέθηκε στην ~ του εργατικού κινήματος.
[λόγ. εμπροσθο- + -φυλακή κατά το οπισθοφυλακή μτφρδ. γαλλ. avant-garde]